λαουτζίκος

λαουτζίκος
ο простонародье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαουτζίκος" в других словарях:

  • λαουτζίκος — ο 1. τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα 2. οι φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι, ο κοσμάκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαός + επαυξημένη υποκορ. κατάλ. ουτζίκος (πρβλ. καβγα τζίκος, μασκαρα τζίκος)] …   Dictionary of Greek

  • λαουτζίκος — ο οι φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι του λαού, ο κοσμάκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημακίδιον — δημακίδιον, το (Α) (κωμικ. υποκοριστικό τού δήμος) λαουτζίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ πιθ. από αμάρτ. *δήμαξ < δήμος] …   Dictionary of Greek

  • πλέμπα — και χλέμπα και πλεμπάγια και χλεμπάγια, η, Ν (με σκωπτική σημ.) λαός, όχλος, λαουτζίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλέμπα < ιταλ. plebe < λατ. plebs, plebis «όχλος», ενώ ο τ. πλεμπάγια < ιταλ. plebaglia. Οι τ. χλέμπα και χλεμπάγια έχουν σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»